Λογομετρο

WHAT IT IS AND WHAT IT OFFERS

The LOGOMETRO is a psychometric tool for the assessment of oral language skills as well as literacy skills suitable for preschool and first school age children (4 – 7 years old).
This tool was developed during the period 2012-2016 based on data collected in the framework of the research program “The Foundation of Reading and Writing in a Transparent Orthography: Oral language development and early literacy skills” funded by the University of Crete.
This program aimed at the detailed recording of the development of children’s language skills and the early identification of children belonging to a “high risk” group for language difficulties (eg language disorders) and later difficulties in learning the written word.
It consists of a complete and psychometrically sound set of tests that have been weighted in a student population from various regions of Greece with the ultimate goal of being the basis for a valid and timely identification of children who are in a high-risk group to show language, reading and spelling difficulties during their education in the Greek Primary school.

img-fluid

Συχνές Ερωτήσεις

Weighted tests such as school readiness tests and early detection tests are typically used as screening tools. The former were formerly used as a criterion for entering children into basic education and are generally obsolete. In contrast, weighted early detection tests are mainly concerned with recording indicators that place the child in a “high risk” group for the development of learning difficulties and should be linked and ensure immediate educational support.

  • LOGOMETRO offers the possibility to assess a wide range of language and literacy skills for preschool and first school age children.
  • It has been designed according to the developmental level and the goals of the school’s EDPS.
  • It implements automatic scoring and reporting of results, which shortens the process, minimizing the chances of errors.

Administering the psychometric tool using color images increases the child’s interest and involvement in the process.

The need for a comprehensive assessment of children’s language skills in the early years is evident (Hirsh-Pasek et al., 2005), with the aim of early identification of those experiencing difficulties and the creation of appropriate individualized interventions.

The systematic recording and evaluation of preschool children’s language skills is very important for their learning and psychosocial development. Also according to long-term research, as children grow older they face more and more difficulties if they do not receive appropriate intervention. The majority of experts today support the early detection and prognosis of difficulties in school learning, which seems to contribute to the provision of intervention and effective treatment of their consequences. Τα μέχρι τώρα εμπειρικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η πρόληψη σε πρωτογενές επίπεδο είναι ευκολότερη, πιο συμφέρουσα και με περισσότερα θετικά μακροχρόνια αποτελέσματα απ’ ό,τι η παρέμβαση σε δευτερογενές και τριτογενές επίπεδο (Αναστασίου, 1998).

Η έγκαιρη ανίχνευση συνδέεται συνήθως με την πρόληψη και τη συνακόλουθη παρέμβαση σε πρωτογενές επίπεδο για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε δυσκολιών. Αναλυτικότερα, η έγκαιρη ανίχνευση αναφέρεται γενικά σε μια ανιχνευτική αξιολόγηση που μπορεί να διεξαχθεί και στο πλαίσιο του σχολείου συνήθως από έναν ειδικά εκπαιδευμένο δάσκαλο ή νηπιαγωγό (Nicolson, 1996). Ειδικότερα, ο έγκαιρος εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να περιορίσει την εκδήλωση τους (Snow, Burns, & Griffin, 1998), να βελτιώσει προοδευτικά τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στην ανάγνωση -οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την γενικότερη σχολική επίδοση (Μουζάκη, Πρωτόπαπας, & Τσαντούλα, 2008), όπως επίσης και να συμβάλει στην προώθηση και την αύξηση θετικών ακαδημαϊκών εμπειριών (Peltzman, 1992· Soyfer, 1998). Ακόμα, μπορεί να αποτρέψει την πρόκληση δευτερογενών προβλημάτων και την ανάγκη για εκτεταμένες υπηρεσίες ειδικής εκπαίδευσης στο μέλλον (Steele, 2004).

Το σημαντικότερο όφελος της έγκαιρης ανίχνευσης όμως αποτελεί το γεγονός ότι δεν προϋποθέτει τη σχολική αποτυχία του μαθητή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της κλασικής διαγνωστικής διαδικασίας, όπου, για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ταυτοποίησης της μαθησιακής δυσκολίας, προαπαιτείται ο μαθητής να έχει διδαχθεί συστηματικά ανάγνωση και γραφή και να έχει αποτύχει. Αντίθετα, στην περίπτωση του έγκαιρου εντοπισμού των μαθησιακών δυσκολιών, οι ειδικοί βασίζονται σε εμπειρικά τεκμηριωμένους προγνωστικούς δείκτες που είναι εύκολο να εντοπιστούν και να αξιολογηθούν κατά την προσχολική ηλικία.
Μερικοί τέτοιοι δείκτες είναι το επίπεδο ανάπτυξης της φωνολογικής επίγνωσης (Bond & Dykstra, 1967· Chall, 1967), η επίγνωση του γραπτού λόγου (Whitehurst & Lonigan, 1998), τυχόν προβλήματα στην ανάπτυξη του προφορικού λόγου (Gardner, 1994· Hornsby, 1995· Miles, 1974· Newton, 1970· Stackhouse, 1996· Velluntino, 1979) και άλλων γλωσσικών ικανοτήτων (Scarborough, 1989), η γνώση του αλφαβήτου, και η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού ΜΔ. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να ανιχνευθούν σχετικά νωρίς στην ανάπτυξη του παιδιού μέσω κατάλληλων εργαλείων που θα συζητηθούν αναλυτικά στη συνέχεια.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί έντονη η ανάγκη για τη δημιουργία εργαλείων που να αξιολογούν όλο το εύρος των γλωσσικών δεξιοτήτων των παιδιών με στόχο να αναδυθούν οι διαφορετικές πτυχές των γλωσσικών δεξιοτήτων στα αντίστοιχα υποσυστήματα της γλώσσας, τόσο σε επίπεδο πρόσληψης όσο και σε επίπεδο παραγωγής (Ralli & Dockrell, 2010).

Το ψυχομετρικό εργαλείο ΛΟΓΟΜΕΤΡΟ λαμβάνοντας υπόψη του την παραπάνω επιστημονική ανάγκη, αποτελείται από μια συστοιχία 24 διαφορετικών δοκιμασιών που καλύπτουν όλες τις διαστάσεις του προφορικού λόγου και βασικές διαστάσεις των δεξιοτήτων γραμματισμού. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η συσχέτιση των υποδοκιμασιών του ψυχομετρικού εργαλείου ΛΟΓΟΜΕΤΡΟ με τα βασικά υποσυστήματα της γλώσσας, τόσο σε επίπεδο κατανόησης όσο και σε επίπεδο παραγωγής.

Σταθμισμένες ονομάζουμε τις δοκιμασίες (τεστ) που συγκρίνουν τις ατομικές επιδόσεις με την κατανομή των επιδόσεων ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος από το γενικό πληθυσμό της ίδιας ηλικιακής ομάδας, το οποίο αποτελεί την ομάδα αναφοράς (δείγμα στάθμισης).

Δηλαδή, αντί να συγκρίνουμε την επίδοση ενός παιδιού (πχ. του Γιάννη) με την επίδοση του αδελφού του ή του συμμαθητή του μας δίνουν τη δυνατότητα να τη συγκρίνουμε με μια μεγαλύτερη ομάδα παιδιών της ίδιας ηλικίας με τη δική του, από ολόκληρη την επικράτεια. Κατ΄αυτόν τον τρόπο μπορούμε να βγάλουμε καλύτερα συμπεράσματα για την πρόοδό του και τις τυχόν ανάγκες του.