The need for a comprehensive assessment of children’s language skills in the early years is evident (Hirsh-Pasek et al., 2005), with the aim of early identification of those experiencing difficulties and the creation of appropriate individualized interventions.
The systematic recording and evaluation of preschool children’s language skills is very important for their learning and psychosocial development. Also according to long-term research, as children grow older they face more and more difficulties if they do not receive appropriate intervention. The majority of experts today support the early detection and prognosis of difficulties in school learning, which seems to contribute to the provision of intervention and effective treatment of their consequences. Τα μέχρι τώρα εμπειρικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η πρόληψη σε πρωτογενές επίπεδο είναι ευκολότερη, πιο συμφέρουσα και με περισσότερα θετικά μακροχρόνια αποτελέσματα απ’ ό,τι η παρέμβαση σε δευτερογενές και τριτογενές επίπεδο (Αναστασίου, 1998).
Η έγκαιρη ανίχνευση συνδέεται συνήθως με την πρόληψη και τη συνακόλουθη παρέμβαση σε πρωτογενές επίπεδο για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε δυσκολιών. Αναλυτικότερα, η έγκαιρη ανίχνευση αναφέρεται γενικά σε μια ανιχνευτική αξιολόγηση που μπορεί να διεξαχθεί και στο πλαίσιο του σχολείου συνήθως από έναν ειδικά εκπαιδευμένο δάσκαλο ή νηπιαγωγό (Nicolson, 1996). Ειδικότερα, ο έγκαιρος εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να περιορίσει την εκδήλωση τους (Snow, Burns, & Griffin, 1998), να βελτιώσει προοδευτικά τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στην ανάγνωση -οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την γενικότερη σχολική επίδοση (Μουζάκη, Πρωτόπαπας, & Τσαντούλα, 2008), όπως επίσης και να συμβάλει στην προώθηση και την αύξηση θετικών ακαδημαϊκών εμπειριών (Peltzman, 1992· Soyfer, 1998). Ακόμα, μπορεί να αποτρέψει την πρόκληση δευτερογενών προβλημάτων και την ανάγκη για εκτεταμένες υπηρεσίες ειδικής εκπαίδευσης στο μέλλον (Steele, 2004).
Το σημαντικότερο όφελος της έγκαιρης ανίχνευσης όμως αποτελεί το γεγονός ότι δεν προϋποθέτει τη σχολική αποτυχία του μαθητή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της κλασικής διαγνωστικής διαδικασίας, όπου, για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ταυτοποίησης της μαθησιακής δυσκολίας, προαπαιτείται ο μαθητής να έχει διδαχθεί συστηματικά ανάγνωση και γραφή και να έχει αποτύχει. Αντίθετα, στην περίπτωση του έγκαιρου εντοπισμού των μαθησιακών δυσκολιών, οι ειδικοί βασίζονται σε εμπειρικά τεκμηριωμένους προγνωστικούς δείκτες που είναι εύκολο να εντοπιστούν και να αξιολογηθούν κατά την προσχολική ηλικία.
Μερικοί τέτοιοι δείκτες είναι το επίπεδο ανάπτυξης της φωνολογικής επίγνωσης (Bond & Dykstra, 1967· Chall, 1967), η επίγνωση του γραπτού λόγου (Whitehurst & Lonigan, 1998), τυχόν προβλήματα στην ανάπτυξη του προφορικού λόγου (Gardner, 1994· Hornsby, 1995· Miles, 1974· Newton, 1970· Stackhouse, 1996· Velluntino, 1979) και άλλων γλωσσικών ικανοτήτων (Scarborough, 1989), η γνώση του αλφαβήτου, και η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού ΜΔ. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να ανιχνευθούν σχετικά νωρίς στην ανάπτυξη του παιδιού μέσω κατάλληλων εργαλείων που θα συζητηθούν αναλυτικά στη συνέχεια.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί έντονη η ανάγκη για τη δημιουργία εργαλείων που να αξιολογούν όλο το εύρος των γλωσσικών δεξιοτήτων των παιδιών με στόχο να αναδυθούν οι διαφορετικές πτυχές των γλωσσικών δεξιοτήτων στα αντίστοιχα υποσυστήματα της γλώσσας, τόσο σε επίπεδο πρόσληψης όσο και σε επίπεδο παραγωγής (Ralli & Dockrell, 2010).
Το ψυχομετρικό εργαλείο ΛΟΓΟΜΕΤΡΟ λαμβάνοντας υπόψη του την παραπάνω επιστημονική ανάγκη, αποτελείται από μια συστοιχία 24 διαφορετικών δοκιμασιών που καλύπτουν όλες τις διαστάσεις του προφορικού λόγου και βασικές διαστάσεις των δεξιοτήτων γραμματισμού. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η συσχέτιση των υποδοκιμασιών του ψυχομετρικού εργαλείου ΛΟΓΟΜΕΤΡΟ με τα βασικά υποσυστήματα της γλώσσας, τόσο σε επίπεδο κατανόησης όσο και σε επίπεδο παραγωγής.